Αυτισμός - ΔΑΦ
Τι είναι ο αυτισμός (διαταραχές φάσματος αυτισμού);
Η “Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος” (ΔΑΦ) ή “Αυτισμός”, είναι ένας ευρύς όρος “Ομπρέλα” που χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια ομάδα νευροαναπτυξιακών διαταραχών. Το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-5) το 2013 αναθεώρησε την ταξινόμηση του αυτισμού και έτσι όλοι οι τύποι αυτισμού συγχωνεύονται πλέον σε μια ενιαία διάγνωση γνωστή ως «Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (ASD)».
Σήμερα δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ Αυτισμού και ΔΑΦ, λόγω του γενικού όρου ΔΑΦ από το 2013 που περιλαμβάνει όλες τις αυτιστικές συμπεριφορικές και λειτουργικές διαταραχές. Τα άτομα με αυτισμό χαρακτηρίζονται από διαταραχές στην επικοινωνία και την κοινωνική αλληλεπίδραση και συχνά επιδεικνύουν περιορισμένα, πολύ συγκεκριμένα και επαναλαμβανόμενα ενδιαφέροντα ή πρότυπα συμπεριφοράς.
Το πόσο καλά μπορεί να λειτουργήσει ένα άτομο με ΔΑΦ στις καθημερινές του δραστηριότητες εξαρτάται από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του. Καθώς ο αυτισμός ποικίλλει ευρέως ως προς τη σοβαρότητα και τον τρόπο αντιμετώπισής του στην καθημερινή ρουτίνα, τα συμπτώματα δεν αναγνωρίζονται πάντα εύκολα από όλους.
Η ΔΑΦ αναφέρεται στη μεγάλη ποικιλία πιθανών διαφορετικών επιπέδων δεξιοτήτων και ικανοτήτων που αφορούν στα Αυτιστικά άτομα. Τα κοινά χαρακτηριστικά σε αυτή τη διαταραχή μπορεί να είναι:
– δυσκολίες στην κοινωνικής αλληλεπίδραση με άλλους
– δυσκολίες λεκτικής ή μη λεκτικής έκφρασης και επικοινωνίας,
– περιορισμένα, επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς,
– έλλειψη ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων και
– αισθητηριακά προβλήματα
– ελλείμματα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις
– περιορισμένα, επαναλαμβανόμενα πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων ή δραστηριοτήτων
– αισθητηριακά προβλήματα.
– καθυστέρηση ή απουσία γλωσσικής ανάπτυξης
– νοητικές αναπηρίες
– συγκεκριμένα και μονότονα ενδιαφέροντα που δεν διαφοροποιούνται
– επιμονή και εμμονή στο περιβάλλον ή στη ρουτίνα
– επαναλαμβανόμενες κινητικές και αισθητηριακές συμπεριφορές, όπως χτυπήματα με τα χέρια ή
– συνεχόμενο κούνημα του σώματος ή των μελών του για αυτορύθμιση
– αυξημένες ή μειωμένες αντιδράσεις σε αισθητηριακά ερεθίσματα
– φτωχός κινητικός συντονισμός
– ελλειμματική προσοχή
Αίτια αυτισμού
Με δεδομένο ότι οι συνδυασμοί είναι ατελείωτοι, δεν υπάρχει «το τυπικό παιδί» με αυτισμό. Το κάθε παιδί είναι διαφορετικό, με ξεχωριστές ιδιαιτερότητες, δυνατότητες και ανάγκες, με αποτέλεσμα να μιλάμε για φάσμα νευροαναπτυξιακής διαταραχής και όχι για μία μεμονωμένη οντότητα. Έτσι, τα άτομα με διαταραχή αυτιστικού φάσματος μπορεί να εμφανίζουν λειτουργικά και ποιοτικά ελλείμματα, σε κοινωνικό, επικοινωνιακό, γνωστικό, συναισθηματικό, αισθητηριακό και συμπεριφορικό επίπεδο.
Με απλά λόγια, αντιλαμβάνονται τον κόσμο και λειτουργούν με διαφορετικό τρόπο μέσα σε αυτόν. Πολύ συχνά, ο αυτισμός συνυπάρχει με άλλες νευροαναπτυξιακές και ψυχικές διαταραχές, όπως είναι η ελλειμματική προσοχή και η υπερκινητικότητα, η νοητική υστέρηση, τα προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματος, η διαταραχή κινητικού συντονισμού, οι διαταραχές αισθητηριακής ρύθμισης κ.ά.
Συμπτώματα αυτισμού
Με την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και την έγκαιρη και κατάλληλη θεραπευτική παρέμβαση, τα περισσότερα άτομα βελτιώνουν σε σημαντικό βαθμό τη λειτουργικότητά τους, εντάσσονται και προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, αναπτύσσουν σχέσεις, φιλίες, ολοκληρώνουν την εκπαίδευσή τους, εργάζονται και δημιουργούν οικογένεια. Εάν η θεραπευτική συμπεριφορική παρέμβαση δεν εφαρμοστεί στο σωστό χρονικό παράθυρο ή δεν εφαρμοστεί για το κατάλληλο χρονικό διάστημα ή σε κάποιες περιπτώσεις δεν εφαρμοστεί καθόλου, πολλά από τα άτομα αυτά δεν θα καταφέρουν να αποκαταστήσουν τα λειτουργικά τους ελλείμματα, ενώ κάποια από αυτά θα εγκαταλείψουν το σχολείο, θα απομονωθούν κοινωνικά, θα αναπτύξουν κοινωνικό άγχος, φοβίες, ιδεοψυχαναγκασμούς, κατάθλιψη και άλλα σοβαρότερα ψυχικά νοσήματα κατά την ενήλικο ζωή.
Αλλά ποια είναι τα συμπτώματα που πρέπει να θορυβήσουν τους γονείς προκειμένου να αναζητήσουν τη βοήθεια του ειδικού;
Όταν ένα παιδί καθυστερεί να κατακτήσει τα αναπτυξιακά του ορόσημα, π.χ. καθυστερήσει να μιλήσει ή να περπατήσει κατά το πρώτο έτος ζωής, εμφανίσει ελλείμματα ή αδεξιότητα στον τρόπο που επικοινωνεί σε κοινωνικό επίπεδο, δεν γυρίζει στο όνομά του, δεν δείχνει με το δείκτη αντικείμενα, δεν εκτελεί εντολή, δεν δείχνει ενδιαφέρον για τα άλλα παιδιά, απομονώνεται, όταν εμφανίζει στερεότυπες, μονότονες ενασχολήσεις και κινήσεις, όταν εμφανίζει τελετουργίες, ρουτίνες, εμμονές, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, αισθητηριακά ελλείμματα, υπερβολική μη αναμενόμενη αντίδραση στα ερεθίσματα, τροφική επιλεκτικότητα ή σημαντικά προβλήματα συμπεριφοράς και συναισθήματος, τότε θα πρέπει να αναζητηθεί η γνώμη του ειδικού αναπτυξιακού παιδιάτρου. Φάρμακο για τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος δυστυχώς δεν υπάρχει. Παρά το γεγονός ότι καθημερινά ξεφυτρώνουν νέες θεωρίες, προτάσεις και «θεραπευτικές» ιδέες, χωρίς επιστημονικό υπόβαθρο, η μόνη έως σήμερα βιβλιογραφικά και επιστημονικά τεκμηριωμένη θεραπευτική παρέμβαση είναι τα προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς.
Η έγκαιρη διάγνωση και η πρώιμη παρέμβαση είναι το κλειδί που θα μπορέσει να ανοίξει την πόρτα της θεραπευτικής οδού για τα άτομα με αυτισμό. Τα προγράμματα πρέπει να είναι εξατομικευμένα και κατάλληλα προσαρμοσμένα στις ξεχωριστές θεραπευτικές ανάγκες του κάθε ατόμου, μιας και υπάρχουν άτομα με αυτισμό που δεν μιλούν, απομονώνονται κοινωνικά, αυτοτραυματίζονται, στερεοτυπούν, δεν αυτοεξυπηρετούνται και εμφανίζουν σημαντικά προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά και, από την άλλη πλευρά, υπάρχουν άτομα με αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας, με εξαιρετικά πλούσιο λεξιλόγιο, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, στοιχεία χαρισματικότητας, αλλά ακατάλληλες κοινωνικές δεξιότητες.
Τα τελευταία χρόνια, αυξάνεται σημαντικά το ποσοστό των ατόμων που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για να λάβουν διάγνωση. Πλέον, σύμφωνα με στοιχεία του CDC, το 2016, 1 στα 54 άτομα λαμβάνει διάγνωση αυτισμού στην Αμερική, με τα αγόρια να υπερτερούν σημαντικά από τα κορίτσια.
Αυτό, παρ’ ότι αρχικά φέρνει σημαντική αναστάτωση στο περιβάλλον του ατόμου, παράλληλα προσφέρει την ευκαιρία για την έγκαιρη λειτουργική αποκατάσταση των κοινωνικών, γνωστικών και συμπεριφορικών ελλειμμάτων τους και την ομαλή ένταξή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία και στο κοινωνικό σύνολο.
Ο πρώτος σταθμός για την οικογένεια που έχει ερωτήματα σε σχέση με την ανάπτυξη του παιδιού είναι ο παιδίατρος. Αυτός είναι που θα ακούσει με προσοχή την αγωνία των γονέων, θα αναγνωρίσει πιθανά ελλείμματα στην ανάπτυξη και θα παραπέμψει στον αναπτυξιολόγο τα παιδιά που είναι υψηλού κινδύνου να εμφανίσουν νευροαναπτυξιακές διαταραχές, για περαιτέρω διερεύνηση.
Και αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι όσο γρηγορότερα ζητήσουμε βοήθεια και μιλήσουμε για τις ανησυχίες μας στον ειδικό, τόσο το καλύτερο! Ενημερωθείτε, συζητήστε με τον παιδίατρό σας οτιδήποτε σας απασχολεί και παράλληλα ζητήστε εξειδικευμένη βοήθεια.
Θεραπεία αυτισμού
Διάγνωση και θεραπευτική παρέμβαση
Ο αυτισμός είναι μια κατάσταση που διαρκεί εφ όρου ζωής. Ωστόσο, όσο νωρίτερα γίνει η διάγνωση τόσο καλύτερα είναι τα αποτελέσματα και μπορεί να παρατηρηθεί αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη και στηρίζεται στις ανάγκες και τους στόχους του κάθε παιδιού. Μπορεί να περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία, εκπαιδευτικά μαθήματα ανάπτυξης δεξιοτήτων (εφαρμοσμένη ανάλυση συμπεριφοράς), διαδραστικές συμπεριφορικές θεραπείες που θέτουν ως γνώμονα το παιδί και τις ανάγκες του. Η λογοθεραπεία, η εργοθεραπεία και η υποστήριξη των γονιών μπορούν να βοηθήσουν στη βελτίωση της ποιότητας ζωής αλλά σαφέστατα και στην ανάπτυξη δεξιοτήτων των παιδιών.
Λογοθεραπεία και αυτισμός
Η λογοθεραπεία βοηθά στην ανάπτυξη της επικοινωνίας του ατόμου, καθώς είναι η επιστήμη που είναι υπεύθυνη για τη μελέτη, την έρευνα και την εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων γύρω από την ανθρώπινη επικοινωνία.
Όσον αφορά την Διαταραχή Αυτιστικού Φάσματος (Δ.Α.Φ.), μετά την επίσημη διάγνωση του ατόμου με αυτισμό από παιδίατρο-αναπτυξιολόγο/ παιδοψυχίατρο, γίνεται μία λογοθεραπευτική αξιολόγηση στο άτομο, ώστε να εντοπιστούν τα ελλείμματα στην ομιλία, τον λόγο, την επικοινωνία, καθώς και στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Αυτό επιτυγχάνεται με την παρατήρηση του παιδιού, με την εφαρμογή σταθμισμένων τεστ και με τις πληροφορίες που λαμβάνει ο λογοθεραπευτής από τους γονείς/ φροντιστές έπειτα από συνέντευξη. Η κάθε λογοθεραπευτική συνεδρία έχει διάρκεια 45 λεπτών και η συχνότητα των συνεδριών κυμαίνεται από 1 έως 3 φορές την εβδομάδα. Το πιο σημαντικό κομμάτι για την επικοινωνία του παιδιού είναι να ενταχθεί σε πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης, δηλαδή πριν τα 3 έτη, έτσι ώστε να ενισχυθούν οι ικανότητες για επικοινωνία – ομιλία από νωρίς.
Εργοθεραπεία και αυτισμός
Η παιδιατρική εργοθεραπεία ανήκει στις επιστήμες υγείας που ειδικεύονται στη βελτίωση της αυτονομίας και της λειτουργικότητας των παιδιών κάθε ηλικίας. Η αξιολόγηση της εργοθεραπείας γίνεται με διάφορα μέσα (κλινική παρατήρηση, συνέντευξη με τους γονείς, παρατήρηση, ερωτηματολόγιο και άλλα σταθμισμένα εργαλεία). Στη συνέχεια δομείται το θεραπευτικό πλάνο της θεραπείας, το οποίο είναι εξατομικευμένο για κάθε παιδί ανάλογα με την ηλικία του, τις πρωταρχικές του ανάγκες, τους επιθυμητούς στόχους και τις προτεραιότητες της οικογένειας για την ποιοτικότερη συμμετοχή στο οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον.
Το πρόγραμμα της εργοθεραπείας για ένα παιδί που βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού έχει συνήθως συχνότητα 2 με 3 φορές την εβδομάδα και διάρκεια θεραπείας τα 45 λεπτά. Η κάθε θεραπευτική συνεδρία στοχεύει στο να αυξήσει τη συμμετοχή του παιδιού σε δραστηριότητες.
6 Βασικές ερωτήσεις για τον Αυτισμό - ΔΑΦ
• Το φύλο του παιδιού (τα αγόρια τείνουν να εμφανίζουν πιο συχνά αυτισμό)
• Το οικογενειακό ιστορικό (οικογένειες που έχουν ήδη ένα παιδί με αυτισμό
έχουν αυξημένο κίνδυνο να αποκτήσουν κι άλλο. Επίσης, ακόμη και οι γονείς
ή άλλοι συγγενείς ατόμων με αυτισμό μπορεί να παρουσιάζουν προβλήματα
επικοινωνίας ή άλλα κοινωνικά προβλήματα και οι ίδιοι σε μικρότερο βαθμό)
• Η ηλικία των γονέων (εικάζεται ότι οι μεγάλοι σε ηλικία γονείς μπορεί να
σχετίζονται με τον αυτισμό ενός παιδιού, ωστόσο πρέπει να
πραγματοποιηθούν ακόμη αρκετές μελέτες για να υποστηριχθεί με ασφάλεια
κάτι τέτοιο)
Η διάγνωση δεν είναι εύκολο να τεθεί, καθώς δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη διαγνωστική εξέταση, όπως για παράδειγμα αιματολογικός έλεγχος ή κάτι αντίστοιχο. Οι θεράποντες ιατροί εστιάζουν στα συμπεριφορικά χαρακτηριστικά ενός παιδιού για να καταλήξουν στη διάγνωση. Η διάγνωση μπορεί να τεθεί από την ηλικία των 18 μηνών. Μέχρι την ηλικία των 2 ετών μπορεί να θεωρηθεί αρκετά αξιόπιστη.
Παρατήρηση της συμπεριφοράς του παιδιού και την κοινωνική του αλληλεπίδραση, την επικοινωνία και τη συμπεριφορά του εν γένει Χρήση τεστ που εξετάζουν τις ικανότητες και τις δεξιότητές του Χρήση των κριτηρίων DSM-5 που έχουν θεσπιστεί από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία Γνώμη γιατρών άλλων ειδικοτήτων Ειδικές εξετάσεις που προσδιορίζουν αν υπάρχουν γενετικά σύνδρομα όπως το σύνδρομο Rett ή το σύνδρομο εύθραυστου Χ Για την οριστική διάγνωση θα ήταν καλό να συνεργαστούν γιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, ώστε να μπορέσουν να βγάλουν ένα ασφαλές συμπέρασμα, αλλά και να βοηθήσουν στη συνέχεια, σε ενδεχόμενες θεραπευτικές παρεμβάσεις, παρακολούθηση και αποκατάσταση όταν αυτά είναι χρήσιμα.
• Επικοινωνία, η οποία αποτελείται από έναν πομπό, έναν δέκτη και έναν κοινό κώδικα, είναι η διαδικασία της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ δύο ή περισσότερων μελών για τα οποία η πληροφορία έχει νόημα οπότε αποκτά νόημα και η ανταλλαγή της ως μια πράξη. Η επικοινωνία του ατόμου με τους υπόλοιπους ανθρώπους γίνεται, είτε λεκτικά, είτε μη λεκτικά. Αυτό επιτυγχάνεται είτε εμπλουτίζοντας το λεξιλόγιο, την έκφραση του και διορθώνοντας την άρθρωση, εφόσον υπάρχει ομιλία, είτε δίνοντας στο άτομο την επιλογή να χρησιμοποιήσει νεύματα, όπως είναι η μέθοδος ΜΑΚΑΤΟΝ ή οπτικοποιημένες κάρτες, όπως είναι το PECS, ώστε να μπορέσει να επικοινωνήσει κάποια ανάγκη του ή να εκφράσει κάποια επιθυμία του, χωρίς ομιλία. Βέβαια, αξίζει να αναφερθεί, πως ορισμένα άτομα με την βοήθεια των νευμάτων και των οπτικοποιημένων εικόνων ανέπτυξαν ομιλία ή λεκτική επικοινωνία χρησιμοποιώντας απλές λέξεις ή μικρές φράσεις.
• Ομιλία, η οποία είναι όταν όλα τα παραπάνω που αναφέραμε στην επικοινωνία, παίρνουν μια είδους μορφή με την ομιλία.
• Κοινωνική αλληλεπίδραση, η οποία είναι η αλληλεπίδραση του ατόμου με τρίτα πρόσωπα, όπως το παιχνίδι, η συζήτηση ακόμη και η προσέγγιση άλλων ατόμων. Μέσω της Εντατικής Αλληλεπίδρασης (Intensive Interaction) ο θεραπευτής έχει στόχο το παιδί να του δώσει σημασία, να τον εντοπίσει και να αλληλεπιδράσει με οποιονδήποτε τρόπο. Πολλές φορές ένας λογοθεραπευτής καθοδηγεί το άτομο με αυτισμό στην αλληλεπίδραση και τον βοηθά να κατανοήσει ορισμένες καταστάσεις μέσω της μεθόδου Κοινωνικών Ιστοριών (Social Stories), με αποτέλεσμα τη βελτίωση κοινωνικής αλληλεπίδρασης, όπως η έναρξη και η τήρηση θέματος σε μια συζήτηση ή γνωριμία με ένα άτομο ή η τήρηση κανόνων και η εμπλοκή σε παιχνίδια με τρίτα άτομα.
•Πραγματολογία, η οποία περιλαμβάνει συνολικά τις γλωσσικές πράξεις, τα υπονοήματα στις συνομιλίες, τους κανόνες ευγένειας, τις μεταφορές που υπάρχουν στη γλώσσα και άλλες προσεγγίσεις γλωσσικής συμπεριφοράς. Η πραγματολογία μελετά πώς η μετάδοση του νοήματος δεν εξαρτάται μόνο από τις δομικές και γλωσσικές γνώσεις αλλά και από άλλους παράγοντες. Το σημαντικό είναι πως όλα αυτά επιτυγχάνονται με σεβασμό προς το άτομο αυτό και με την πολύτιμη συνεργασία του θεραπευτή με τις υπόλοιπες ειδικότητες (εργοθεραπευτές, παιδοψυχίατροι, ψυχολόγοι, ειδικοί παιδαγωγοί κ.α.) και τους γονείς/ φροντιστές των ατόμων, έτσι ώστε να αυτοματοποιηθούν όλες οι λειτουργίες του ατόμου και να φτάσει στον μακροπρόθεσμο στόχο της αυτονομίας.
Η παρέμβαση της εργοθεραπείας σε παιδιά με αυτισμό επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση δυσκολιών που παρουσιάζουν σε ό, τι αφορά:
• Την αισθητηριακή τους επεξεργασία: στο πώς το παιδί αντιλαμβάνεται και βιώνει τα ερεθίσματα από το περιβάλλον αλλά και στο πώς αντιδρά σε αυτά (με φόβο και αποφυγή, συνεχή αναζήτηση ερεθισμάτων, σύγχυση). Τα ερεθίσματα αυτά μπορεί να σχετίζονται με κίνηση στο χώρο, με αγγίγματα και υφές- υλικά, με οσμές, γεύσεις, ακουστικά ερεθίσματα κ.ά.
•Στην οργάνωσή του στο χώρο και στο χρόνο: την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του σε σχέση με το περιβάλλον που βρίσκεται, τα αντικείμενα και τους ανθρώπους γύρω του και να δρα μέσα σε αυτό.
•Τη δυνατότητά του να συγκεντρώνεται σε ένα έργο και να διεκπεραιώνει μια δραστηριότητα με επιτυχία από την έναρξή της μέχρι την ολοκλήρωσή της.
•Πράξη: την ικανότητά του να έχει μια καινούργια ιδέα, να οργανώσει τα στάδια για την εφαρμογή της και στο τέλος να την εκτελέσει με επιτυχία
•Κινητικές δεξιότητες: την δυνατότητα να εκτελεί κινητικά έργα κάθε είδους με κατάλληλο συντονισμό (ομαλότητα, ρυθμό)
Όλα τα παραπάνω είναι απαραίτητα συστατικά για τη συμμετοχή σε πληθώρα δραστηριοτήτων καθημερινής ζωής. Όταν υπάρχουν δυσκολίες σε ένα ή και σε περισσότερα στοιχεία από τα παραπάνω, συναντάμε συμπεριφορές που επηρεάζουν ποσοτικά και ποιοτικά τη συμμετοχή του ατόμου στους παρακάτω τομείς λειτουργικής ενασχόλησης:
Αυτοφροντίδα Ένδυση-απόδυση:
Δυσκολία στην ανοχή διαφόρων υφών ρούχων ή υπερβολική ευχαρίστηση σε επαφή με συγκεκριμένες υφές με αποτέλεσμα συχνά τα παιδιά αυτά να φοράνε συγκεκριμένα μόνο ρούχα. Δυσκολία στην μετάβαση από χειμωνιάτικα σε καλοκαιρινά ρούχα και αντίστροφα.
Τουαλέτα:
Καθυστέρηση στο να μάθει τη χρήση της τουαλέτας λόγω αισθητηριακών διαταραχών, φόβος, ανησυχία για λεκάνη, δυσκολία κατανόησης στο τι αναμένεται να γίνει στην τουαλέτα, δυσκολίες στην αλλαγή ρουτίνας, ενόχληση ή ευχαρίστηση από ήχους π.χ καζανάκι.
Περιποίηση του εαυτού:
Δυσκολίες στο πλύσιμο δοντιών χρήση οδοντόβουρτσας – οδοντόκρεμα, δυσκολίες στο χτένισμα μαλλιών ή στο κούρεμα, στο πλύσιμο σώματος, στο κόψιμο νυχιών.
Φαγητό:
Στοματοαισθητηριακές – στοματοκινητικές δυσκολίες, προτίμηση σε συγκεκριμένα φαγητά και σε υφές φαγητών και δυσκολία αλλαγής αυτών.
Παιχνίδι:
Δυσκολίες στη συμμετοχή σε κάθε είδους παιχνιδιού σε ατομικό και ομαδικό επίπεδο, στην κατανόηση και χρήση αντικειμένων για παιχνίδι, κατανόηση και τήρηση οδηγιών, ομαλή έναρξη και λήξη παιχνιδιών, συνεργασία και αλληλεπίδραση σε ομαδικά παιχνίδια.
Συμμετοχή στη κοινότητα:
Σχολικές δραστηριότητες και μαθήματα, αθλητισμός, παρέες συνομηλίκων